ελεεινός

ελεεινός
-ή, -ό
επίρρ.
1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ' ελεεινή κατάσταση.
2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας.
3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλεεινός — finding pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… …   Dictionary of Greek

  • ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp (attic) ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg (attic) ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινῶν — ἐλεεινός finding pity fem gen pl ἐλεεινός finding pity masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινόν — ἐλεεινός finding pity masc acc sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατα — ἐλεεινός finding pity adverbial superl ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατον — ἐλεεινός finding pity masc acc superl sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”